- εύχρηστος
- -η, -ο (ΑΜ εὔχρηστος, θηλ. και -ήστη, -ον)αυτός που χρησιμοποιείται εύκολα, που είναι εύκολος στη χρήση, ο ευμεταχείριστος, ο ευκολομεταχείριστος, ο χρηστικόςμσν.1. ικανός2. χρήσιμος, ωφέλιμοςαρχ.αυτός που είναι σε πολλή ή σε συνήθη χρήση, που δεν είναι άχρηστος, ο χρησιμοποιούμενος.επίρρ...εὐχρήστως (Α)με εύχρηστο τρόπο, εύκολα, επιτήδεια, άνετα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χρηστός (< θ. χρησ- τού χρώμαι), πρβλ. αόρ. ε-χρησ-άμην].
Dictionary of Greek. 2013.